- κοιτασία
- -ας ἡ N 1 1-0-0-0-0=1 Lv 20,15sexual intercourse; neol.Cf. HARLÉ 1988, 177
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κοιτασία — κοιτασία, ἡ (AM) ερωτική μίξη, συνουσία, συνεύρεση, συγκοίμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιτασ (πρβλ. κοιτάσ ω, μέλλ. τού κοιτάζω) + κατάλ. ία (πρβλ. δικασ ία, εικασ ία)] … Dictionary of Greek
κοιτασίαν — κοιτασίᾱν , κοιτασία cohabitation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτασίαις — κοιτασία cohabitation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)